αποτιμητής

αποτιμητής
ο (Α ἀποτιμητής)
αυτός που υπολογίζει και καθορίζει την αξία ενός πράγματος, ο εκτιμητής
αρχ.
απογραφέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀποτιμηταί — ἀποτιμητής one who receives in pledge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”